- σκοτίζεται
- σκοτίζωmake darkpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
омрачатисѧ — ОМРАЧА|ТИСѦ (8), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Переставать ясно видеть: ти ѹподобишасѧ нетопыремъ, ихъ‹же› ѡчи при нощи съдравѣ ѥста, сл҃нцю || же воси˫авшю ѡмрачаетасѧ. (ἀμαυροῦνται) Пч н. XV (1), 53–53 об.; || перен. Помрачаться: тъгда июда нечьстивыи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ιπποκλείδης — (6ος αι. π.Χ.). Πλούσιος και ωραίος Αθηναίος νέος, που καταγόταν από τους Κυψελίδες της Κορίνθου. Ήταν γιος του Τείσανδρου και ταξίδεψε μαζί με τον Μεγακλή στη Σικυώνα, όταν ο τύραννος της πόλης, Κλεισθένης, διακήρυξε σε όλη την Ελλάδα πως θα… … Dictionary of Greek